τρύγημα — το, ατος 1. τρύγηση, τρυγητός, τρύγος: Τρύγημα των σταφυλιών. 2. χρηματισμός με επιτηδειότητα σε βάρος κάποιου, απομύζηση: Στην πρέφα κέρδισε πολλά, έκανε τρύγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
FAEX — vini purgamentum est: de qua Plin. l. 14. c. 20. Faex vini siccata recipit ignes, ac sine alimento per se flagrat. Cinis eius nitri naturam habet easdemque vires hoc amplius, quod pinguior sentitur. Graece γρύξ uti τρὺγημα vindemia est. Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
Μαιμακτηριών — Ο πέμπτος μήνας του αρχαίου αθηναϊκού ημερολόγιου, που αντιστοιχούσε στο σημερινό διάστημα από τα μέσα Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου. Ο Αρποκρατίων υποστηρίζει ότι ο μήνας αυτός πήρε την ονομασία του από τον Μαιμάκτη Δία, δηλαδή τον ενθουσιώδη… … Dictionary of Greek
τρύγηση — η η συγκομιδή καρπών, τρύγημα, τρύγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρύγος — ο 1. τρυγητός, τρύγηση, τρύγημα. 2. η εποχή που γίνεται ο τρύγος: Θα σε πληρώσω στον τρύγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)